- άχθος
- το (AM)βάρος, φορτίομσν.φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» — κήτηαρχ.1. στενοχώρια, λύπη, βάρος2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» — ενόχληση, βάρος της γης.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι.ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω.ΣΥΝΘ. αχθοφόρος, επαχθήςαρχ.ανδραχθής, βαρυαχθής, δειραχθής, δυσαχθής, επισαχθής, εριαχθής, ισοαχθής, καταχθής, μολιβαχθής, μυσαχθής, νουσαχθής, πολυαχθής, πρῳραχθής, σπειραχθής, υπεραχθής, ωμαχθήςμσν.αχθηφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.